Tuesday, August 5, 2014

Στο διάολο

Καθόταν μόνη. Επαναλαμβάνω, καθόταν μόνη.
Την ημέρα όλοι ήθελαν να είναι κοντά της, δίπλα της, την ώρα που έλεγε αστεία, που πείραζε όλους όσοι ήταν στο τμήμα... κάποιοι την καλόβλεπαν, αυτή το ήξερε και γούσταρε. Τους έκανε να χορεύουν στο ρυθμό που τους χτυπούσε. Όταν έσφιγγαν τα πράγματα στη δουλειά ήταν σκληρή, σκληρή πρώτα με τον εαυτόν της και μετά με όλους τους άλλους. Με όλους. Τους άλλους. Πρώτα με τον εαυτόν της. Και μετά χαμογελούσε, τους έλεγε αστεία, τους έκανε κομμάτι της οικογένειας. Αυτή ήταν η δύναμή της, τους έκανε όλους μια οικογένεια. Και της δούλευαν καλά και σκληρά. Πρώτα αυτή σκληρά δούλευε, ή έτσι νόμιζε, και μετά οι άλλοι. Και όλοι την αγαπούσαν και όλοι τη μισούσαν. Και μετά τη γούσταρε ο από πάνω. Και αισθανόταν μεγάλη, τεράστια, αποτελεσματική. Η εξουσία είναι «καύλα» και άσε τους να μιλάνε για δικαιοσύνη και αδελφότητα και επί γης ειρήνη. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το «εγώ» και από αυτό που το θρέφει διότι αν υπήρχε κάτι θα σήμαιναν όλα αυτά τα νεκρά παιδιά, αλλά τίποτα δε σημαίνει... και τελικά όλα γυρνάνε στα νεκρά παιδιά και στο πόσο ο άνθρωπος ως ον είναι έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του ως «άνθρωπος».
Και μετά έβαλε να πιει, μιας και τα νεκρά παιδιά δεν είναι εύκολο πράγμα να το διαχειριστείς. Αλλά δε χρειάζεται να καιγόμαστε καθημερινά όταν ο θάνατος είναι εντός μας. Σε όλους. Εντός. Αργά. Ή γρήγορα. Κρίμα αγάπη μου για όσους είναι γρήγορα αλλά σε σύγκριση, σε σύγκριση με το ατέλευτο, δεν έχει αργά ή γρήγορα.
Κοιμήθηκε ελπίζοντας ότι τελικά η γη θα μας αποβάλλει. Θα μας πετάξει από πάνω της. Στο διάολο θα μας στείλει. Διότι παιδιά πεθαίνουν ενώ θα έπρεπε όχι. Σε φιλώ. Να πας  ......