[<--- προηγούμενο]
Έβγαλε τα τετράδια, τα είχε με την σειρά, ξεχώρισε το πρώτο, το φυλλομέτρησε μέχρι που βρήκε τις επίμαχες σελίδες. Ξάπλωσε στον καναπέ, άναψε το στριφτό, ήπιε μια γουλιά ούζο και βούτηξε στα γράμματά της.
Γύρισα σπίτι κατάκοπη ψυχικά και σωματικά. Σε βρήκα έξω να καπνίζεις και να πίνεις μπύρα. Τα πιάτα σύξυλα στο τραπέζι μαζί με ψίχουλα, λαδιές στο τραπεζομάντιλο. Δεν ήθελα να μιλήσουμε, δεν ήθελα επαφή, δεν ήθελα να είσαι εδώ. Ας πω μια καλησπέρα, επιβάλλεται. Ανοίγω μια στάλα τη μπαλκονόπορτα και πετάω ένα χαιρετισμό με σωστή δόση τρυφερότητας, κούρασης λόγω δουλειάς μαζί με ενδιαφέρον για σένα. Χαμογελάς. Τραβιέμαι μέσα πριν ανοίξουμε διάλογο «σου έλειψα μπέμπα; εγώ σε σκεφτόμουν συνέχεια». Μαζεύω το τραπέζι ενώ βυθίζω γερά τα παλούκια στο χώμα και προετοιμάζω τα όρια μου να σε κρατήσουν μακριά από τον ερεθισμένο μου εγκέφαλο. Πέρα, μακριά από τα παλούκια, υπάρχει η βεβαιότητα ενός δυνατού άσπρου προβολέα που με εκνευρίζει, παραπέμπει σε περίμετρο φυλακής.
Μπήκες μέσα χωρίς να σε καταλάβω. Επιστρατεύω το ύφος «απασχολημένη κι απόμακρη». Δεν αποθαρρύνεσαι. Δέχομαι σφιχτές αγκαλιές και τρυφερότητες. Είσαι καυλωμένος, τον τρίβεις πάνω μου με λαχτάρα. Κλείνω τα μάτια και λέω με χαλαρό ύφος
«Να τελειώσω τα πιάτα, ένα ντουζάκι και να’ ρθω;». Παίρνω παράταση είκοσι λεπτών το πολύ. Πλένω πρόσωπο, χέρια, δόντια. Κάνω ντουζ, αποτρίχωση, βάζω κρέμες, χτενίζομαι και χτυπάω δυνατά τα παλούκια στο χώμα. Κουβεντούλα στον καναπέ, σχεδόν αμέσως αγκαλιά και φιλί. Με φιλάς με αγάπη, θαυμασμό και έρωτα. Καυλώνω. Πάντα καυλώνω με το φιλί. Μόλις οι γλώσσες μας ακουμπήσουν θέλω να με γαμήσεις. Κλείνεις τη μεσόπορτα, χαμηλώνεις τα φώτα, φέρνεις τα προφυλακτικά. Μέχρι να τακτοποιήσεις τις λεπτομέρειες περιμένω στον καναπέ και στυλώνω το βλέμμα στον αγαπημένο μου πίνακα. Είναι η πόρτα που βγαίνω.
Ξαπλώνουμε αντικριστά, ιδρωμένοι. Έχω επιβάλλει αυτή τη στάση, την αντικριστή, είναι ό,τι περισσότερο αντέχω σε κοντινότητα μετά το σεξ. Είμαι χορτάτη, είσαι κι εσύ χορτάτος, ευχαριστημένος. Πιάνεις τις πατούσες μου και τις περιεργάζεσαι. Πόσο τις αγαπάς αυτές τις πατούσες. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω.
«Θυμάσαι τι σου είχα πει όταν για πρώτη φορά μου φίλησες τα πόδια;»
«Πως δεν σου άρεσαν ποτέ κι απορείς που εμένα μου αρέσουν.»
«Κάθε φορά που τα φιλάς μου θυμίζεις την κοπάνα στο Γυμνάσιο. Που είχαμε πάει παραλία και τα βύθιζα στην άμμο από ντροπή.» Η μόνη μου έννοια όση ώρα ήμουν ξυπόλυτη ήταν να μην φαίνονται τα δάχτυλά μου. Ακόμα και σήμερα αγοράζω κλειστά παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι.
«Δεν θα σε καταλάβω ποτέ μπέμπα.»
Το ξέρω. Θα το ήθελα αλλά δεν πρόκειται.
Μου τρίβεις τα πέλματα. Αναστενάζω με ανακούφιση, το λατρεύω αυτό, μου παίρνει το βάρος της ορθοστασίας. Τιτιβίζω τα νέα του παιδιού που κάθε μέρα μου δίνει πεντακάθαρες στιγμές χαράς.
Έχω κάτσει αρκετά στον καναπέ, μπορώ πλέον να σηκωθώ.
«Τσιγάρο, πάω για τσιγάρο. Θα’ ρθεις;».
«Ναι μπέμπα». Πάντα η ίδια απάντηση.
«Πάω να φέρω μπύρες».
«Είσαι πανέμορφη».
Είσαι τυφλός αλλά έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να ακυρώνω στις φιλοφρονήσεις σου. Έκρινα πως είχα γίνει κουραστική. Πίνω τη μπύρα αμίλητη, δε σκέφτομαι κάτι, το μόνο που εύχομαι είναι η σιωπή μου να μεταφραστεί σαν επικοινωνία χωρίς λόγια. Επικεντρώνομαι στην έκφραση του προσώπου μου, διώχνω την πίεση που βρήκα στο μέτωπο, δημιουργεί τη γκριμάτσα της περισυλλογής και θα με ρωτήσεις τι έχω. Πώς να σου εξηγήσω πως ΔΕΝ έχω, αυτό είναι το πρόβλημα, δεν έχω χώρο, δεν έχω χρόνο, πνίγομαι όταν περιμένεις από μένα… φτάνει, πάει να μου ξεφύγει. Ηρεμία και ζεν. Πάλι αυτοσαρκάζομαι. Μου αρέσει το χιούμορ μου, ακατανόητο αλλά who cares?, εμένα μου φαίνομαι πολύ αστεία. Ρουφάω τον καπνό. Κανονικά θα έπρεπε να μειώσω λίγο το σαρκασμό γιατί ξεχνιέμαι και μερικά τα λέω δυνατά αλλά είναι το μόνο που με διασκεδάζει. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη που έχω κάνει. Ο σκοπός της ζωής μου δεν είναι να γίνω ευτυχισμένη, επιτυχημένη, καλογαμημένη και ποιος ξέρει τι άλλο. Σκοπός μου είναι η διασκέδαση. Στιγμές και στιγμούλες με ειλικρινή απόλαυση. Απόλαυση γευστική, ακουστική, οπτική, επαφής και της όσφρησης φυσικά. Σε κανέναν δεν θα βρω αυτό που ψάχνω, μόνο σε όλους μπορώ να ελπίσω.
«Είσαι κυνική» μου λες συχνά. Δε φαντάζεσαι πόσο.
«Πότε φεύγεις;», θυμάμαι να σε ρωτήσω.
«Αύριο πρωί. Για Δανία. Θα γυρίσω Παρασκευή βράδυ.»
«Μάλιστα». Ωραία, μακρύ ταξίδι, ότι ακριβώς χρειαζόμουν «Πάμε για ύπνο; Να είσαι φρέσκος αύριο στο τιμόνι.»
«Νυστάζεις;»
«Όχι, για σένα το λέω, να ξεκουραστείς»
«Ας κάτσουμε λίγο ακόμα. Είναι τόσο όμορφη η νύχτα. Μου έλειψες μπέμπα.»
Πόσες φορές να αφήσω αναπάντητη αυτή την ερώτηση που δεν διατυπώνεις; Κάθε πόσες φορές επιβάλλεται να σε καθησυχάζω; Πότε το ψέμα είναι προτιμότερο; Δε μου έλειψες, όπως δε μου λείπει κανείς εκτός από το παιδί μου. Γιατί αισθάνομαι πάλι τόσο ένοχη; Έχω υποσχεθεί πως θα δίνω όσο μπορώ.
«Κι εμένα μου έλειψες», κι ας μην.
Έβγαλε τα τετράδια, τα είχε με την σειρά, ξεχώρισε το πρώτο, το φυλλομέτρησε μέχρι που βρήκε τις επίμαχες σελίδες. Ξάπλωσε στον καναπέ, άναψε το στριφτό, ήπιε μια γουλιά ούζο και βούτηξε στα γράμματά της.
Γύρισα σπίτι κατάκοπη ψυχικά και σωματικά. Σε βρήκα έξω να καπνίζεις και να πίνεις μπύρα. Τα πιάτα σύξυλα στο τραπέζι μαζί με ψίχουλα, λαδιές στο τραπεζομάντιλο. Δεν ήθελα να μιλήσουμε, δεν ήθελα επαφή, δεν ήθελα να είσαι εδώ. Ας πω μια καλησπέρα, επιβάλλεται. Ανοίγω μια στάλα τη μπαλκονόπορτα και πετάω ένα χαιρετισμό με σωστή δόση τρυφερότητας, κούρασης λόγω δουλειάς μαζί με ενδιαφέρον για σένα. Χαμογελάς. Τραβιέμαι μέσα πριν ανοίξουμε διάλογο «σου έλειψα μπέμπα; εγώ σε σκεφτόμουν συνέχεια». Μαζεύω το τραπέζι ενώ βυθίζω γερά τα παλούκια στο χώμα και προετοιμάζω τα όρια μου να σε κρατήσουν μακριά από τον ερεθισμένο μου εγκέφαλο. Πέρα, μακριά από τα παλούκια, υπάρχει η βεβαιότητα ενός δυνατού άσπρου προβολέα που με εκνευρίζει, παραπέμπει σε περίμετρο φυλακής.
Μπήκες μέσα χωρίς να σε καταλάβω. Επιστρατεύω το ύφος «απασχολημένη κι απόμακρη». Δεν αποθαρρύνεσαι. Δέχομαι σφιχτές αγκαλιές και τρυφερότητες. Είσαι καυλωμένος, τον τρίβεις πάνω μου με λαχτάρα. Κλείνω τα μάτια και λέω με χαλαρό ύφος
«Να τελειώσω τα πιάτα, ένα ντουζάκι και να’ ρθω;». Παίρνω παράταση είκοσι λεπτών το πολύ. Πλένω πρόσωπο, χέρια, δόντια. Κάνω ντουζ, αποτρίχωση, βάζω κρέμες, χτενίζομαι και χτυπάω δυνατά τα παλούκια στο χώμα. Κουβεντούλα στον καναπέ, σχεδόν αμέσως αγκαλιά και φιλί. Με φιλάς με αγάπη, θαυμασμό και έρωτα. Καυλώνω. Πάντα καυλώνω με το φιλί. Μόλις οι γλώσσες μας ακουμπήσουν θέλω να με γαμήσεις. Κλείνεις τη μεσόπορτα, χαμηλώνεις τα φώτα, φέρνεις τα προφυλακτικά. Μέχρι να τακτοποιήσεις τις λεπτομέρειες περιμένω στον καναπέ και στυλώνω το βλέμμα στον αγαπημένο μου πίνακα. Είναι η πόρτα που βγαίνω.
Ξαπλώνουμε αντικριστά, ιδρωμένοι. Έχω επιβάλλει αυτή τη στάση, την αντικριστή, είναι ό,τι περισσότερο αντέχω σε κοντινότητα μετά το σεξ. Είμαι χορτάτη, είσαι κι εσύ χορτάτος, ευχαριστημένος. Πιάνεις τις πατούσες μου και τις περιεργάζεσαι. Πόσο τις αγαπάς αυτές τις πατούσες. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω.
«Θυμάσαι τι σου είχα πει όταν για πρώτη φορά μου φίλησες τα πόδια;»
«Πως δεν σου άρεσαν ποτέ κι απορείς που εμένα μου αρέσουν.»
«Κάθε φορά που τα φιλάς μου θυμίζεις την κοπάνα στο Γυμνάσιο. Που είχαμε πάει παραλία και τα βύθιζα στην άμμο από ντροπή.» Η μόνη μου έννοια όση ώρα ήμουν ξυπόλυτη ήταν να μην φαίνονται τα δάχτυλά μου. Ακόμα και σήμερα αγοράζω κλειστά παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι.
«Δεν θα σε καταλάβω ποτέ μπέμπα.»
Το ξέρω. Θα το ήθελα αλλά δεν πρόκειται.
Μου τρίβεις τα πέλματα. Αναστενάζω με ανακούφιση, το λατρεύω αυτό, μου παίρνει το βάρος της ορθοστασίας. Τιτιβίζω τα νέα του παιδιού που κάθε μέρα μου δίνει πεντακάθαρες στιγμές χαράς.
Έχω κάτσει αρκετά στον καναπέ, μπορώ πλέον να σηκωθώ.
«Τσιγάρο, πάω για τσιγάρο. Θα’ ρθεις;».
«Ναι μπέμπα». Πάντα η ίδια απάντηση.
«Πάω να φέρω μπύρες».
«Είσαι πανέμορφη».
Είσαι τυφλός αλλά έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να ακυρώνω στις φιλοφρονήσεις σου. Έκρινα πως είχα γίνει κουραστική. Πίνω τη μπύρα αμίλητη, δε σκέφτομαι κάτι, το μόνο που εύχομαι είναι η σιωπή μου να μεταφραστεί σαν επικοινωνία χωρίς λόγια. Επικεντρώνομαι στην έκφραση του προσώπου μου, διώχνω την πίεση που βρήκα στο μέτωπο, δημιουργεί τη γκριμάτσα της περισυλλογής και θα με ρωτήσεις τι έχω. Πώς να σου εξηγήσω πως ΔΕΝ έχω, αυτό είναι το πρόβλημα, δεν έχω χώρο, δεν έχω χρόνο, πνίγομαι όταν περιμένεις από μένα… φτάνει, πάει να μου ξεφύγει. Ηρεμία και ζεν. Πάλι αυτοσαρκάζομαι. Μου αρέσει το χιούμορ μου, ακατανόητο αλλά who cares?, εμένα μου φαίνομαι πολύ αστεία. Ρουφάω τον καπνό. Κανονικά θα έπρεπε να μειώσω λίγο το σαρκασμό γιατί ξεχνιέμαι και μερικά τα λέω δυνατά αλλά είναι το μόνο που με διασκεδάζει. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη που έχω κάνει. Ο σκοπός της ζωής μου δεν είναι να γίνω ευτυχισμένη, επιτυχημένη, καλογαμημένη και ποιος ξέρει τι άλλο. Σκοπός μου είναι η διασκέδαση. Στιγμές και στιγμούλες με ειλικρινή απόλαυση. Απόλαυση γευστική, ακουστική, οπτική, επαφής και της όσφρησης φυσικά. Σε κανέναν δεν θα βρω αυτό που ψάχνω, μόνο σε όλους μπορώ να ελπίσω.
«Είσαι κυνική» μου λες συχνά. Δε φαντάζεσαι πόσο.
«Πότε φεύγεις;», θυμάμαι να σε ρωτήσω.
«Αύριο πρωί. Για Δανία. Θα γυρίσω Παρασκευή βράδυ.»
«Μάλιστα». Ωραία, μακρύ ταξίδι, ότι ακριβώς χρειαζόμουν «Πάμε για ύπνο; Να είσαι φρέσκος αύριο στο τιμόνι.»
«Νυστάζεις;»
«Όχι, για σένα το λέω, να ξεκουραστείς»
«Ας κάτσουμε λίγο ακόμα. Είναι τόσο όμορφη η νύχτα. Μου έλειψες μπέμπα.»
Πόσες φορές να αφήσω αναπάντητη αυτή την ερώτηση που δεν διατυπώνεις; Κάθε πόσες φορές επιβάλλεται να σε καθησυχάζω; Πότε το ψέμα είναι προτιμότερο; Δε μου έλειψες, όπως δε μου λείπει κανείς εκτός από το παιδί μου. Γιατί αισθάνομαι πάλι τόσο ένοχη; Έχω υποσχεθεί πως θα δίνω όσο μπορώ.
«Κι εμένα μου έλειψες», κι ας μην.