Thursday, September 29, 2011

πέθανε - X

[<--- προηγούμενο]

Έβγαλε τα τετράδια, τα είχε με την σειρά, ξεχώρισε το πρώτο, το φυλλομέτρησε μέχρι που βρήκε τις επίμαχες σελίδες. Ξάπλωσε στον καναπέ, άναψε το στριφτό, ήπιε μια γουλιά ούζο και βούτηξε στα γράμματά της.

Γύρισα σπίτι κατάκοπη ψυχικά και σωματικά. Σε βρήκα έξω να καπνίζεις και να πίνεις μπύρα. Τα πιάτα σύξυλα στο τραπέζι μαζί με ψίχουλα, λαδιές στο τραπεζομάντιλο. Δεν ήθελα να μιλήσουμε, δεν ήθελα επαφή, δεν ήθελα να είσαι εδώ. Ας πω μια καλησπέρα, επιβάλλεται. Ανοίγω μια στάλα τη μπαλκονόπορτα και πετάω ένα χαιρετισμό με σωστή δόση τρυφερότητας, κούρασης λόγω δουλειάς μαζί με ενδιαφέρον για σένα. Χαμογελάς. Τραβιέμαι μέσα πριν ανοίξουμε διάλογο «σου έλειψα μπέμπα; εγώ σε σκεφτόμουν συνέχεια». Μαζεύω το τραπέζι ενώ βυθίζω γερά τα παλούκια στο χώμα και προετοιμάζω τα όρια μου να σε κρατήσουν μακριά από τον ερεθισμένο μου εγκέφαλο. Πέρα, μακριά από τα παλούκια, υπάρχει η βεβαιότητα ενός δυνατού άσπρου προβολέα που με εκνευρίζει, παραπέμπει σε περίμετρο φυλακής.
Μπήκες μέσα χωρίς να σε καταλάβω. Επιστρατεύω το ύφος «απασχολημένη κι απόμακρη». Δεν αποθαρρύνεσαι. Δέχομαι σφιχτές αγκαλιές και τρυφερότητες. Είσαι καυλωμένος, τον τρίβεις πάνω μου με λαχτάρα. Κλείνω τα μάτια και λέω με χαλαρό ύφος
«Να τελειώσω τα πιάτα, ένα ντουζάκι και να’ ρθω;». Παίρνω παράταση είκοσι λεπτών το πολύ. Πλένω πρόσωπο, χέρια, δόντια. Κάνω ντουζ, αποτρίχωση, βάζω κρέμες, χτενίζομαι και χτυπάω δυνατά τα παλούκια στο χώμα. Κουβεντούλα στον καναπέ, σχεδόν αμέσως αγκαλιά και φιλί. Με φιλάς με αγάπη, θαυμασμό και έρωτα. Καυλώνω. Πάντα καυλώνω με το φιλί. Μόλις οι γλώσσες μας ακουμπήσουν θέλω να με γαμήσεις. Κλείνεις τη μεσόπορτα, χαμηλώνεις τα φώτα, φέρνεις τα προφυλακτικά. Μέχρι να τακτοποιήσεις τις λεπτομέρειες περιμένω στον καναπέ και στυλώνω το βλέμμα στον αγαπημένο μου πίνακα. Είναι η πόρτα που βγαίνω.

Ξαπλώνουμε αντικριστά, ιδρωμένοι. Έχω επιβάλλει αυτή τη στάση, την αντικριστή, είναι ό,τι περισσότερο αντέχω σε κοντινότητα μετά το σεξ. Είμαι χορτάτη, είσαι κι εσύ χορτάτος, ευχαριστημένος. Πιάνεις τις πατούσες μου και τις περιεργάζεσαι. Πόσο τις αγαπάς αυτές τις πατούσες. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω.
«Θυμάσαι τι σου είχα πει όταν για πρώτη φορά μου φίλησες τα πόδια;»
«Πως δεν σου άρεσαν ποτέ κι απορείς που εμένα μου αρέσουν.»
«Κάθε φορά που τα φιλάς μου θυμίζεις την κοπάνα στο Γυμνάσιο. Που είχαμε πάει παραλία και τα βύθιζα στην άμμο από ντροπή.» Η μόνη μου έννοια όση ώρα ήμουν ξυπόλυτη ήταν να μην φαίνονται τα δάχτυλά μου. Ακόμα και σήμερα αγοράζω κλειστά παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι.
«Δεν θα σε καταλάβω ποτέ μπέμπα.»
Το ξέρω. Θα το ήθελα αλλά δεν πρόκειται.
Μου τρίβεις τα πέλματα. Αναστενάζω με ανακούφιση, το λατρεύω αυτό, μου παίρνει το βάρος της ορθοστασίας. Τιτιβίζω τα νέα του παιδιού που κάθε μέρα μου δίνει πεντακάθαρες στιγμές χαράς.

Έχω κάτσει αρκετά στον καναπέ, μπορώ πλέον να σηκωθώ.
«Τσιγάρο, πάω για τσιγάρο. Θα’ ρθεις;».
«Ναι μπέμπα». Πάντα η ίδια απάντηση.
«Πάω να φέρω μπύρες».
«Είσαι πανέμορφη».
Είσαι τυφλός αλλά έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να ακυρώνω στις φιλοφρονήσεις σου. Έκρινα πως είχα γίνει κουραστική. Πίνω τη μπύρα αμίλητη, δε σκέφτομαι κάτι, το μόνο που εύχομαι είναι η σιωπή μου να μεταφραστεί σαν επικοινωνία χωρίς λόγια. Επικεντρώνομαι στην έκφραση του προσώπου μου, διώχνω την πίεση που βρήκα στο μέτωπο, δημιουργεί τη γκριμάτσα της περισυλλογής και θα με ρωτήσεις τι έχω. Πώς να σου εξηγήσω πως ΔΕΝ έχω, αυτό είναι το πρόβλημα, δεν έχω χώρο, δεν έχω χρόνο, πνίγομαι όταν περιμένεις από μένα… φτάνει, πάει να μου ξεφύγει. Ηρεμία και ζεν. Πάλι αυτοσαρκάζομαι. Μου αρέσει το χιούμορ μου, ακατανόητο αλλά who cares?, εμένα μου φαίνομαι πολύ αστεία. Ρουφάω τον καπνό. Κανονικά θα έπρεπε να μειώσω λίγο το σαρκασμό γιατί ξεχνιέμαι και μερικά τα λέω δυνατά αλλά είναι το μόνο που με διασκεδάζει. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη που έχω κάνει. Ο σκοπός της ζωής μου δεν είναι να γίνω ευτυχισμένη, επιτυχημένη, καλογαμημένη και ποιος ξέρει τι άλλο. Σκοπός μου είναι η διασκέδαση. Στιγμές και στιγμούλες με ειλικρινή απόλαυση. Απόλαυση γευστική, ακουστική, οπτική, επαφής και της όσφρησης φυσικά. Σε κανέναν δεν θα βρω αυτό που ψάχνω, μόνο σε όλους μπορώ να ελπίσω.
«Είσαι κυνική» μου λες συχνά. Δε φαντάζεσαι πόσο.

«Πότε φεύγεις;», θυμάμαι να σε ρωτήσω.
«Αύριο πρωί. Για Δανία. Θα γυρίσω Παρασκευή βράδυ.»
«Μάλιστα». Ωραία, μακρύ ταξίδι, ότι ακριβώς χρειαζόμουν «Πάμε για ύπνο; Να είσαι φρέσκος αύριο στο τιμόνι.»
«Νυστάζεις;»
«Όχι, για σένα το λέω, να ξεκουραστείς»
«Ας κάτσουμε λίγο ακόμα. Είναι τόσο όμορφη η νύχτα. Μου έλειψες μπέμπα.»
Πόσες φορές να αφήσω αναπάντητη αυτή την ερώτηση που δεν διατυπώνεις; Κάθε πόσες φορές επιβάλλεται να σε καθησυχάζω; Πότε το ψέμα είναι προτιμότερο; Δε μου έλειψες, όπως δε μου λείπει κανείς εκτός από το παιδί μου. Γιατί αισθάνομαι πάλι τόσο ένοχη; Έχω υποσχεθεί πως θα δίνω όσο μπορώ.
«Κι εμένα μου έλειψες», κι ας μην.



Monday, September 26, 2011

πέθανε - IX

"Έτσι, έτσι". Σήκωσε το ποτήρι με το ούζο, ήπιε μια γουλιά κι ένα μισολιωμένο παγάκι το στριφογύρισε στο στόμα... το κατάπιε. Η γλώσσα του πέρασε από το δόντι με το χαλασμένο σφράγισμα. Τα μάγουλα έκαναν κινήσεις και γκριμάτσες που έκανε εκείνη. Είχαν περάσει μήνες από τη μέρα που τη χώρισε με εκείνο το στεγνό ραβασάκι.
Έτσι, έτσι, ξανασκέφτηκε. Πλάκα πλάκα, το ούζο είναι μεγάλο παράθυρο. Εσωτερικό παράθυρο. Ή πόρτα. Όχι πόρτα, θα αρχίσουν να βγαίνουν τα φαντάσματα και οι σκελετοί και δεν μπορούσε να παλέψει ο δύσμοιρος.
Είσαι όμως μεγάλη καργιόλα. Ούτε μιαν απάντηση, ούτε ένα τηλέφωνο. Τόσο εύκολα λοιπόν με ξεπέρασες. Και τολμούσες να λες πως είμαι η ΜΕΓΑΛΗ σου αγάπη. Αει σιχτίρ.

Το ούζο έκανε το κεφάλι του να φεύγει ελαφρά από την κατακόρυφη ευθεία των κεφαλιών και τα μάτια του έκλειναν και άνοιγαν με ένα χαζό τικ. Και αυτή εκεί... κρυμένη στου ούζου τις αναθυμιάσεις. Αποφάσισε να την αγνοήσει και να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Σηκώθηκε με τα μάτια να χάνουν την οριζοντίωση και το κορμί να κολυμπάει, το πάνω μισό στις αναθυμιάσεις και το κάτω μισό εντελώς αλλού. Είπε μέσα του "γαμήσου" τρεις τέσσερις φορές σαν ξόρκι και κατάφερε να φτάσει στη βιβλιοθήκη. Σήκωσε τα χέρια και έπιασα το box.

"Α, ρε μάνα, ακόμα μια φορά σε σένα γυρνάω να με σώσεις. Χάνομαι μάνα, δεν πατώνω πουθενά και φοβάμαι. Σχεδόν χαίρομαι που πέθανες και δεν πρόλαβες να δεις τα χάλια μας."

Κατέβασε το box. Απόψε θα διάβαζε. Το ούζο τον είχε κάνει γενναίο, η απελπισία τον είχε κάνει ριψοκίνδυνο. Άλλωστε με τόσο ΔΝΤ τι να του πει και η συγχωρεμένη που θα τον ταράξει περισσότερο;

[επόμενο--->]


Tuesday, September 13, 2011

χύτρα ταχύτητας

Μέχρι την Κυριακή έλεγα και το πίστευα "όπως όλοι έτσι κι εμείς". Εύρισκα στ' αλήθεια παρηγοριά στο γεγονός πως τα δύσκολα δεν είναι μόνο για μένα και την οικογένειά μου και με ησύχαζε ότι δεν θα βιώσω τον κοινωνικό αποκλεισμό, δεν θα αισθανθώ ο φτωχός συγγενής. Έλεγα και το πίστευα πως απλά θα μάθουμε να ζούμε με λιγότερα. Άλλωστε μπορεί να ξοδεύαμε όσα μας επέτρεπε το πάλαι ποτέ χοντρό πορτοφόλι μας αλλά δεν το κάναμε από ανάγκη να οριοθετηθούμε, το κάναμε μπορώ να πω από ανεμελιά και πίστευα πως θα μας είναι εύκολο να κόψουμε τα περιττά. Στην τελική δεν είναι κακό να τρως κρέας δύο φορές το μήνα, το φτηνό κρασί αν το πιείς μέσα σε δυό μέρες δεν προλαβαίνει να γίνει εντελώς ξύδι, δύο ζευγάρια παπούτσια είναι υπεραρκετά και με δύο τζιν παντελόνια περνάς 10 χρόνια αν τα μπαλώσεις.

Την υγειά μας να έχουμε και θα τα καταφέρουμε.

Και έρχεται η Κυριακή με τα νέα μέτρα, αν και τα γομάρια που μας ξεπουλάνε υποστηρίζουν πως δεν είναι νέα μέτρα, η απίστευτη δήλωση για "έναν εργαζόμενο ανά οικογένεια", η Δευτέρα με τα ραβασάκια της εφορίας, το χαρτί μισθοδοσίας με το αναδρομικό 2% από 1η 1ου του 11, η πρώτη μέρα στο σχολείο χωρίς βιβλία, το ολοήμερο με τους ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς που επειδή πληρώνονται ψίχουλα μετατρέπουν το ολοήμερο από σχολείο σε σταθμό φύλαξης παρκαρισμένων παιδιών και εκεί σταμάτησα. Έκατσα κάτω και δεν βρίσκω δύναμη να το πάω παρακάτω. Δεν διακρίνω κάπου την ελπίδα να μου γνέφει... βλέπω ένα λαό να βιάζεται και δεν ξέρω αν υπάρχουν τρόποι αντίδρασης, δεν ξέρω ποιός μου λέει την αλήθεια, δεν ξέρω αν έξω από το ευρώ έχει περισσόερο κρύο και φτώχεια, δεν ξέρω αν συννενώ σε ένα έγκλημα ή αν βοηθώ τη χώρα να ανακάμψει. Δεν ξέρω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαι θυμωμένη και θέλω να... θέλω να... δεν ξέρω τι θέλω.

Ίσως το μόνο που πραγματικά θα με κάνει να νοιώσω καλύτερα είναι να μπορούσα να τους κάνω ακριβώς τα ίδια. Να τους κόβω λίγο λίγο τα περιττά μέχρι να μείνουν μόνο τα απαραίτητα. Μετά να αρχίσω να τους κόβω κι αυτά. Μέχρι να μάθουν να ζουν με τα ελάχιστα. Μετά να τους κόψω κι αυτά. Κι όταν μάθουν να ζουν σε ένα σπίτι με κομμένο το ρεύμα, χωρίς νερό και θέρμανση τότε να τους πάρει το σπίτι η τράπεζα και να τους δώσω ένα χαρτόκουτο και μια θέση στο πεζοδρόμιο της Σατωβριάνδου.

Όμως δεν μπορώ να το κάνω και ο θυμός με εξοντώνει. Θέλω να βρίσω, να δείρω, να τους γαμήσω αλλά δεν μπορώ. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω πρόσωπα που θυμίζουν χύτρες ταχύτητας με μπλοκαρισμένη τη βαλβιδα ασφαλείας. Έχω αρχίσει να εύχομαι να εκραγούμε όλοι μαζί μήπως και αλλάξει κάτι.




Friday, September 9, 2011

τώρα θα μου πεις "σιγά το πράγμα". κι όμως, είναι σημαντικό για μένα. λέμε στις παρέες όλα αυτά τα κουλτουρέ, τα "κομ ιλ φο" μη ξεχνάς τις ρίζες σου, μην γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι... όταν όμως γίνεσαι αυτός που είσαι, όταν ακουμπάς τις ρίζες σου τότε αρχίζουν τα "μην το κάνεις αυτό με εκθέτεις", "αυτό που κάνεις δεν αρμόζει σε αυτό που θες να είσαι" κι άλλα τέτοια τρις βλαμμένα και ματαιόδοξα.

δείξου αυτός που είσαι και κάνε αυτό που νοιώθεις. όποιος είναι ισορροπημένος και αυθεντικός θα δει την ομορφιά σου όπως κι αν την ντύσεις.